- σχοινᾶς
- σχοινᾶς, ᾶ, ὁ,A rope-maker, PSI7.780.5 (iv A.D.), Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σχοινάς — Πεδινός οικισμός (552 κάτ., υψόμ. 10) στην επαρχία Ημαθίας, του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Αλεξάνδρειας. * * * ο / σχοινᾱς, ᾱ, ΝΜΑ, και σκοινάς Ν [σχοινίον] αυτός που πλέκει, που συστρέφει σχοινιά νεοελλ. ο πωλητής σκοινιών … Dictionary of Greek
σκοινάς — ὁ, Ν βλ. σχοινάς … Dictionary of Greek
σχοινάδικο — και σκοινάδικο, το, Ν κατάστημα κατασκευής ή πώλησης σχοινιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοινάς + κατάλ. άδικο (πρβλ. γαλατ άδικο)] … Dictionary of Greek
σχοινοπώλης — ο, ΝΑ πωλητής σχοινιών, σχοινάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + πώλης*] … Dictionary of Greek